κεσάτι

κεσάτι
το застой в торговле

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κεσάτι" в других словарях:

  • κεσάτι — το (Μ κεσάτι) συν. στον πληθ. τα κεσάτια πλήρης ή σημαντική έλλειψη εμπορικής κίνησης, εμπορική απραξία, αναδουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kesat] …   Dictionary of Greek

  • κεσάτι — το (λ. τουρκ.), εμπορική απραξία, ανεργία: Αυτή την εποχή έχουμε κεσάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • chesat — CHESÁT s.n. (Turcism înv.) Lipsă de vânzare într o întreprindere comercială; criză comercială. – Din tc. kesad. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98  CHESÁT s. v. criză. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  chesát s. n …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»